Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Νέο χαστούκι στους συριζαίους από την Επιστημονική επιτροπή της Βουλής: Αντισυνταγματικές οι μειώσεις σε συντάξεις και ειδικά μισθολόγια



 

Παράνομο και αντισυνταγματικό το νέο Μνημόνιο που φέρνουν Τσίπρας-Καμμένος
Λίγες μέρες πριν η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνέδριου έκρινε πως η νομοθέτηση προληπτικών μέτρων για το 2019 και το 2020 είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Σήμερα λοιπόν έρχεται νέο χαστούκι στους συριζαίους για το νέο Μνημόνιο που φέρνουν από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής η οποία στην πολυσέλιδη έκθεση της που συνοδεύει το νομοσχέδιο με τα μέτρα του τέταρτου μνημονίου, εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις για την ορθότητα των διατάξεων θέτοντας με τον τρόπο αυτό υπό αμφισβήτηση την απαίτηση των δανειστών (κυρίως του Δ.Ν.Τ) να διασφαλιστεί η συνταγματικότητα της «συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης».
Τι αναφέρει για περικοπή συντάξεων και ειδικά μισθολόγια

Περικοπή συντάξεων
Αναλυτικά το επίμαχο απόσπασμα για τα άρθρα 1 και 2 που αφορούν την μείωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις αναφέρεται:
 «Υπό το φως, επομένως, τόσο της πρόσφατης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και της ανωτέρω νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., (βλ., εκτενώς, ανωτέρω, Γενικές Παρατηρήσεις, Ι. Γ και Δ) πρέπει να σταθμίσει, εν προκειμένω, αν οι προτεινόμενες μειώσεις, διαταράσσουν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ αφενός της προσβολής της σύνταξης ως περιουσιακού αγαθού, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α, και αφετέρου του δημόσιου συμφέροντος, καθώς και αν οι προτεινόμενες περικοπές οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επίπεδου κατηγοριών συνταξιούχων τέτοια, που θα συνιστούσε προσβολή της αξιοπρέπειάς τους, λαμβανομένων υπόψιν τόσο της έκτασής τους (περικοπή 18% της καταβαλλόμενης σύνταξης σε κατηγορίες συνταξιούχων), όσο και του σωρευτικού αποτελέσματός τους.
Στο εν λόγω αποτέλεσμα θα πρέπει να συνυπολογισθεί η προηγουμένη, πλήρης, κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και οι λοιπές μειώσεις των συντάξεων, καθώς και οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν επέλθει με διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις (βλ., σχετικώς, ΣτΕ 2192/2014, ΘΠΔΔ, 2014, σελ. 600), και, επομένως, θα πρέπει να σταθμιστεί εάν υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη.
Βλ., συναφώς και Πρακτικά Ολ. Ελ. Συν. 2ης Ειδ. Συν. της 8.5.2017, όπου τίθεται, ιδίως, το ζήτημα προσβολής της προστατευόμενης, από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., περιούσιας, στο μέτρο που θίγονται ήδη θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα όσων έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία, πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 και, ως εκ τούτου έχουν γεγενημένη αξίωση για την καταβολή της σύνταξής τους, δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν «προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος κατ’ αρχήν του θεμιτού ή μη χαρακτήρα του επιδιωκόμενου σκοπού και ακολούθως της τήρησης μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του σκοπού αυτού και των δικαιωμάτων των συνταξιούχων»"

Ειδικά μισθολόγια
Αναφορικά δε με τις αλλαγές στα ειδικά μισθολόγια τονίζεται:
«Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για την συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών.
Εξάλλου, ανεπιτυχώς επιχειρείται η στήριξη της συνταγματικότητας των μέτρων αφενός μεν στην μεγαλύτερη της αναμενομένης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη την λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, αφετέρου δε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ` επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων.
Τέλος, η υπ` αριθ. 2Ο12/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», εν πάση περιπτώσει δεν έχει την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολίτικης στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων και αρχών», βλ., σχετικώς, τις ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις [ΣτΕ (Ολ) 4741/2014, ΣτΕ (Στ) 1198/2017, ΕλΣυν (Ολ) 7412/2015, ΣτΕ (Ολ) 2192/2014].
Υπό το φως των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός, ως προς το εάν με την προτεινομένη αναμόρφωση των «ειδικών μισθολογίων» σε συνδυασμό με την εκτίμηση, κατά την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 παρ. 1 του Συντάγματος), για ετήσια αύξηση - δαπάνη, που «εκτιμάται στο ποσό των 36,2 εκατ. ευρώ, 83,5 εκατ. ευρώ, 77,5 εκατ. ευρώ, 78,5 εκατ. ευρώ και 76,1 εκατ. ευρώ, για τα έτη 2017, 2018, 2019, 2020 και 2021 αντίστοιχα», αλλά και του ότι, διά του άρθρου 155 του νομοσχεδίου, εξασφαλίζονται, κατ’ ελάχιστον, οι αποδοχές των λειτουργών ή υπάλληλων που δικαιούνταν την 31.12.2016, επιτυγχάνεται πλήρης και επαρκής προσαρμογή προς τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, την οποία επιτάσσει η συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου.