Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Ετοιμάζεται η τουρκία για χερσαίες επιχειρήσεις στην Κύπρο;


Ετοιμάζεται η τουρκία για χερσαίες επιχειρήσεις στην Κύπρο;
Η συζητηθείσα στην Γενεύη (Κραν Μοντανά) λύση του κυπριακού προβλήματος, που απέτυχε λόγω εμμονής της Τουρκίας στην υπεράσπιση εξωφρενικών βλέψεων, δεν ήταν παρά η διάλυση του κυπριακού κράτους και ο αφελληνισμός της Μεγαλονήσου. Οι Τούρκοι διέσωσαν την τελευταία στιγμή, εντελώς προσωρινά, την Κυπριακή Δημοκρατία και τους Έλληνες του νησιού, την ύπαρξη και τα συμφέροντα των οποίων δεν είναι ικανό να υπερασπιστεί πολιτικά και στρατιωτικά το «δημοκρατικό τόξο» της Κύπρου και της Ελλάδας.

Αυτό που γίνεται στους πάντες ορατό από την αποτυχία των συνομιλιών στο θέρετρο της Γενεύης είναι το εξής: Μεταξύ των τριών κρατών, ήτοι Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας, μόνο η Τουρκία είναι σε θέση να υπερηφανεύεται ότι ασκεί κυρίαρχη και ανεξάρτητη πολιτική η οποία είναι απότοκος των γεωστρατηγικών και γεωπολιτικών της σχεδιασμών. Τα άλλα δυο κράτη συμπεριφέρονται με υποτέλεια και δουλοπρέπεια στα κελεύσματα του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, της Βρετανίας και του Ισραήλ, καθώς ήταν έτοιμα να προσφέρουν γη και ύδωρ στους Τούρκους αφού είχαν ήδη δεχθεί να υποβιβαστεί η Κυπριακή Δημοκρατία σε «ελληνοκυπριακή κοινότητα», είχαν συμφωνήσει την εκ περιτροπής προεδρία στο νησί και το δικαίωμα αρνησικυρίας των Τουρκοκυπρίων και άλλα εξωφρενικά που δεν ισχύουν πουθενά στον κόσμο, παρά μόνο σε αποικίες. Ευτυχώς η ασύλληπτη αμετροέπεια και οι εξωφρενικές βλέψεις της Τουρκίας έσωσαν την Κύπρο από τα χειρότερα.
Όμως τι σκοπεύει να πράξει τώρα η Τουρκία, αφού απεμπόλησε μια λύση που ουσιαστικά ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της; Διότι με την λύση που τελικά δεν δέχθηκε, η Μεγαλόνησος σε βάθος χρόνου, όχι περισσότερο των 20-30 ετών, πρακτικά θα είχε καταλυθεί από τους Τούρκους. Προφανώς και δεν είναι τυχαίο ότι η Τουρκία οδήγησε τις διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντανά σε αποτυχία προβάλλοντας ως εξωφρενικό αίτημα την εσαεί παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής στο νησί, υπερασπιζόμενη του ρόλου της ως εγγυήτριας δύναμης. Είναι πρόδηλο ότι το επόμενο βήμα της Άγκυρας είχε προγραμματιστεί πολύ πριν οι διαπραγματεύσεις οδηγηθούν σε αποτυχία. Η εμμονή της Τουρκίας να παραμείνουν τα κατοχικά της στρατεύματα στο νησί υποδηλώνει ότι έχει σκοπό να τα χρησιμοποιήσει στο άμεσο μέλλον. Η άρνηση της να αποδεχθεί την διζωνική-δικοινωτική λύση σημαίνει ότι στοχεύει στο non plus ultra και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η στρατιωτική εισβολή στην νότια Κύπρο και η κατάληψη ολόκληρου του νησιού.
Οι απειλές που εκτοξεύτηκαν προ ολίγων ωρών από τον Ερντογάν εναντίον τεχνικών εταιριών που συμβάλλουν στην εξόρυξη των υποθαλασσίων ενεργειακών κοιτασμάτων της Κύπρου αποτελούν το πρελούδιο των επομένων βημάτων που θα ακολουθήσει η Άγκυρα, βήματα τα οποία κατευθύνονται προς μια αλματώδη αύξηση της τουρκικής επιθετικότητας στο νησί. Εκτιμούμε ότι η Τουρκία δεν θα επιχειρήσει δια θαλάσσιας στρατηγικής να προκαλέσει τετελεσμένα στην κυπριακή ΑΟΖ, η επιθετικότητα που επιδεικνύει τις τελευταίες ώρες στην θαλάσσια περιοχή νοτίως του νησιού αποτελεί προπέτασμα και αντιπερισπασμό, αλλά θα δράσει με εκείνο το σκέλος των ενόπλων της δυνάμεων με το οποίο εκτιμά ότι έχει συντριπτική ισχύ και στρατιωτικό πλεονέκτημα.
Αδιαμφισβήτητο είναι ότι η Τουρκία μετά την εισβολή, κατοχή και εποικισμό της βόρειας Κύπρου έχει αποκτήσει στρατιωτικό πλεονέκτημα και συντριπτική ισχύ. Σήμερα οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις στο νησί αριθμούν 43.000 άνδρες που σε πλήρη κινητοποίηση μπορούν να φτάσουν τις 75.000. Η δύναμη αντίστοιχα της Εθνικής Φρουράς ανέρχεται σε 13.000 που με επιστράτευση εφεδρειών υπό ιδανικές συνθήκες μπορούν να ανέλθουν στους 60.000 άνδρες, περιλαμβανομένου και του προσωπικού της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου). Η γεωγραφική εγγύτητα όμως της Τουρκίας δίνει την δυνατότητα στις ένοπλες της δυνάμεις να αναπτύξουν πολύ γρήγορα επιπλέον στρατιωτικό προσωπικό το οποίο μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει τους 100.000 άνδρες, οι οποίοι θα έχουν την υποστήριξη αρμάτων μάχης, πυροβολικού, πυραυλικών συστημάτων και της τουρκικής αεροπορίας.
 Σε περίπτωση λοιπόν χερσαίων στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Κύπρο, το νησί εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από την υποστήριξη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Όποιοι πιστεύουν ότι σε βοήθεια της Κύπρου θα προστρέξει το Ισραήλ ή η Αίγυπτος, τότε ας παραδώσουν από τώρα τα κλειδιά της Μεγαλονήσου στους Τούρκους. Είναι όμως οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σήμερα ικανές να υποστηρίξουν την Κύπρο ή μήπως για μια ακόμη φορά η Μεγαλόνησος θα «κείται μακράν», καθώς οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις  θα έχουν να αντιμετωπίσουν σε περίπτωση σύρραξης στην Κύπρο τους Τούρκους και στο Αιγαίο και στην Θράκη, με ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος να γέρνει εμφανώς υπέρ του εχθρού, ως αποτέλεσμα της αποδιοργάνωσης από το «δημοκρατικό τόξο» των Ενόπλων μας Δυνάμεων και της διάλυσης της Αμυντικής μας Βιομηχανίας.
Δυστυχώς οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις τα τελευταία χρόνια έχουν περιέλθει σε κατάσταση ασφυξίας, έχουν de facto αφοπλιστεί. Ο εχθρός είναι έτοιμος να επιτεθεί και ο πόλεμος δεν είναι πειραματική επιστήμη με την οποία το «δημοκρατικό τόξο» Ελλάδας και Κύπρου μπορεί να διεξάγει πειράματα. Η τιθάσευση της Τουρκίας απαιτεί ενεργά-σύγχρονα οπλικά συστήματα, ακμάζουσα εθνική αμυντική βιομηχανία και αξιόμαχο στρατιωτικό προσωπικό που δεν θα εκλιπαρεί για τα αυτονόητα. Η ζημία που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια από τους πολιτικάντηδες δυστυχώς μπορεί να είναι ανεπανόρθωτη και μοιραία όχι μόνο για την Κύπρο. Η εθνική βιωσιμότητα απαιτεί, πριν είναι πολύ αργά, εθνικιστικές λύσεις και νέες συμμαχίες που θα προφυλάξουν τον Ελληνισμό από την επερχόμενη δίνη θανάτου.
Γ. Λιναρδής